ΙΚΑ

ΙΚΑ
(Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων). Ενιαίος αυτοδιοικούμενος οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης που αναφέρεται σε ολόκληρη τη χώρα. Περιλαμβάνει όλους τους εργαζόμενους σε ιδιωτικές επιχειρήσεις και κάθε είδους ιδρύματα –ακόμα και δημόσια με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου– και καλύπτει παντοειδείς ασφαλιστικές τους ανάγκες (κίνδυνοι υγείας, ασφάλεια ζωής και γήρατος). Το ΙΚΑ αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Εδρεύει στην Αθήνα και βρίσκεται υπό την εποπτεία του υπουργείου Οικονομικών. Εξυπηρετεί ολόκληρη την επικράτεια μέσω της λειτουργίας υποκαταστημάτων, που εδρεύουν σε όλες τις πόλεις –καθώς και σε πολλές συνοικίες των μεγαλύτερων πόλεων της χώρας– σύμφωνα με το αποκεντρωτικό σύστημα. Το ΙΚΑ λειτουργεί ως ενιαίος ασφαλιστικός οργανισμός από το 1937, έπειτα από την ψήφιση του σχετικού νόμου 6298/1934 και τη δημιουργία προϋποθέσεων για τη λειτουργία της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης. Ο νόμος αυτός έχει τροποποιηθεί και συμπληρωθεί πολλές φορές. Με τον νόμο αυτό απαγορεύτηκε η σύσταση νέων ασφαλιστικών ταμείων· εξαιρέθηκαν τα επικουρικά ταμεία, τα οποία προβλέπουν την εξασφάλιση πρόσθετων παροχών στα μέλη τους σε παράλληλη κάλυψη με τη γενική και βασική ασφάλιση του ΙΚΑ. Όμως, ακόμη και μετά τη σύσταση του ΙΚΑ, λειτουργούν ασφαλιστικά ταμεία που είχαν συσταθεί πριν από αυτό με σκοπό την εφαρμογή του νόμου 2868/1922 «περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως των εργατών και ιδιωτικών υπαλλήλων» ή άλλους ειδικούς νόμους, καθώς και την εφαρμογή του πρώτου διατάγματος «περί επαγγελματικών σωματείων». Ο νόμος περί ΙΚΑ προβλέπει επίσης τη συγχώνευση τέτοιων ταμείων σε αυτό καθώς και τη δυνατότητα της αντασφάλισης (όλων ή μερικών) από τις ασφαλιστικές τους ευθύνες, με την καταβολή ορισμένου ποσού, χωρίς κατά τα άλλα να χάνουν την οικονομική και τη διοικητική τους αυτοτέλεια. Η διοίκηση του ιδρύματος ασκείται από διοικητικό συμβούλιο που απαρτίζεται από: α) τρία επιστημονικά μέλη (δύο ειδικούς σε ζητήματα κοινωνικής πολιτικής και έναν ειδικό για τα οικονομικά ζητήματα), β) τέσσερα εργοδοτικά μέλη (εκλέγονται από τους εργοδότες με μυστική ψηφοφορία), γ) τέσσερα εργατικά μέλη (εκλέγονται από τους ασφαλισμένους κατά τον ίδιο τρόπο). Για κάθε μέλος προβλέπονται και δύο αναπληρωματικά. Οι λεπτομέρειες της εκλογής, της θητείας καθώς και τα προσόντα ή τα κωλύματα των υποψηφίων καθορίζονται από τον κανονισμό του ιδρύματος. Όταν πρόκειται για την τοποθέτηση των κεφαλαίων, μετέχει στο Δ.Σ. (με ψήφο) και ένας από τους διευθυντές της Τράπεζας της Ελλάδος. Το αξίωμα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου δεν προβλέπει μισθό, εκτός από την αποζημίωση που παρέχεται για κάθε συνεδρίαση (έξοδα και απώλεια χρόνου). Το ανθρώπινο δυναμικό του ΙΚΑ αποτελείται από έμμισθους υπαλλήλους καθώς και από τακτικό και έκτακτο προσωπικό. Το ΙΚΑ είναι ο μεγαλύτερος ασφαλιστικός οργανισμός της χώρας μας (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἴκα — ἴξ worm fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνική ασφάλιση — Κοινωνικός θεσμός που αποβλέπει στην προστασία των εργαζομένων από διάφορους κινδύνους, ατυχήματα κ.ά. και περιλαμβάνει παροχές που αφορούν ασθένεια, αναπηρία, γηρατειά, ανεργία, μητρότητα κλπ. Η έννοια της κ.α. πρωτοεμφανίστηκε στη Γερμανία επί… …   Dictionary of Greek

  • κορακίστικα — Κακόηχη διάλεκτος που μοιάζει με τη φωνή κορακιού και χρησιμοποιείται πολλές φορές ως συνθηματική γλώσσα. Τα κ. αποτελούν μία από τις πολλές συνθηματικές γλώσσες που χρησιμοποίησαν παλαιότερα οι απόδημοι χωρικοί της Ελλάδας, αλλά και τα μέλη… …   Dictionary of Greek

  • σκουπιστικά — τα, Ν τα έξοδα για το σκούπισμα ενός χώρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουπίζω + κατάλ. ικά που δηλώνει πληρωμή (πρβλ. αλεστ ικά, κομιστ ικά)] …   Dictionary of Greek

  • ἀρχαικά — ἀρχᾱϊκά , ἀρχαικός old fashioned neut nom/voc/acc pl ἀρχᾱϊκά̱ , ἀρχαικός old fashioned fem nom/voc/acc dual ἀρχᾱϊκά̱ , ἀρχαικός old fashioned fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τζαμικά — τα, Ν το σύνολο τών υαλοπινάκων κτηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τζάμι + κατάλ. ικά, πληθ. ουδ. τής κατάλ. ικός (πρβλ. γυαλ ικά)] …   Dictionary of Greek

  • τζοβαϊρικά — τα, Ν (παλ. τ.) πολύτιμα κοσμήματα, χρυσαφικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τζοβαΐρι «κόσμημα, πολύτιμος λίθος» + κατάλ. ικά (πληθ. ουδ. τής κατάλ. ικός), πρβλ. χρυσαφ ικά] …   Dictionary of Greek

  • χαρτικά — τα, Ν χαρτιά και, γενικά, γραφική ύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + κατάλ. ικά, πληθ. ουδ. τής κατάλ. ικός (πρβλ. γυαλ ικά)] …   Dictionary of Greek

  • ἱερονίκας — ἱερον̱ίκᾱς , ἱερονίκης conqueror in the games masc acc pl ἱερον̱ίκᾱς , ἱερονίκης conqueror in the games masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Chrism — Gold vessel for chrism. The vessel is etched with the letters S.C. for sanctum chrisma. Chrism (Greek word literally meaning an anointing ), also called Myrrh (Myron), Holy anointing oil, or Consecrated Oil , is a consecrated oil used in the… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”